ἐκτοπισμοῦ

ἐκτοπισμοῦ
ἐκτοπισμός
migration
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… …   Dictionary of Greek

  • Καγκάνοβιτς, Λάζαρ Μοϊσέγεβιτς — (Lazar Moiseyevich Kaganovich, 1893 – 1991).Ουκρανός πολιτικός. Έγινε μέλος του Κομουνιστικού Κόμματος το 1911, οργάνωσε την άμυνα της Ουκρανίας κατά των Λευκορώσων του Ντενίκιν (1910 20) και πρωτοστάτησε στην ίδρυση του Κομουνιστικού Κόμματος… …   Dictionary of Greek

  • Καλλίνικος, Δημήτριος — (Ζάκυνθος 1814 – 1890). Λόγιος και δημοσιογράφος. Είχε βαθύτατη κλασική μόρφωση και η καλή του μνήμη τον βοηθούσε να αποστηθίζει πολλές σελίδες αρχαίων Ελλήνων και ξένων συγγραφέων. Προσχώρησε στο Ριζοσπαστικό κόμμα της Επτανήσου και το 1851… …   Dictionary of Greek

  • εκτοπίζω — εκτόπισα, εκτοπίστηκα, εκτοπισμένος, μτβ. 1. απομακρύνω κάποιον ή κάτι από τη θέση του, που την παίρνω εγώ: Ο εχθρός εκτοπίστηκε από τα χαρακώματα. 2. μτφ., παραμερίζω, βάζω στην άκρη: Το βαλς δεν εκτοπίστηκε από κανένα χορό. 3. επιβάλλω την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”